Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ, ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ, ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ… (… στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε)

 Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

 

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις

άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

 

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τα ’δειχνες ένα-ένα

τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

 

Και μου ’δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι

και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

 

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα

κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

 

Μα, γιόκα μου, κι αν μου ’δειχνες τ’ αστέρια και τα πλάτια,

τα ’βλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

 

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά, ζεστή κι αντρίκεια

τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια

 

Και μου ’λεες, γιε, πως όλα αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μας,

και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας!..

 [Γιάννης Ρίτσος VI ενότητα από τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ με τίτλο τους ακροτελεύτιους στίχους από την ΧΧ ενότητα. Ακολουθούν κι άλλες επιλογές ]





Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Έχει χτυπηθεί από πυρά χωροφυλάκων. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Τη σπαρακτική εικόνα αποτυπώνει ο φωτογραφικός φακός.  Βλέποντας την επόμενη μέρα τη φωτογραφία ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, συγκλονίζεται από το δράμα του Τάσου Τούση και της μάνας του Κατίνας, και μέσα σε τρεις μέρες γράφει τον Επιτάφιο - ποίημα σταθμό για τη χώρα που πήρε άλλη διάσταση και μέγεθος όταν, το 1960, μελοποιήθηκε από το Μίκη Θεοδωράκη. Πλάι στον Ρίτσο και τον Θεοδωράκη ήταν και ο Μάνος Χατζηδάκις στην πιο γοητευτική ίσως συνύπαρξη μουσικής και ποίησης. Ο Μάνος Χατζιδάκις ενορχήστρωσε και διεύθυνε την πρώτη εκτέλεση  του έργου με τη φωνή της Νανάς Μούσχουρη.  Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται ότι αυτή η εκτέλεση δεν έχει το λαϊκό βάρος, τη γειωμένη πολιτική διάσταση που επιθυμούσε. Έτσι, κάνει τη δική του ηχογράφηση χρησιμοποιώντας τον δωρικό Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Βρισκόμαστε στο έτος 1961. Γράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Νοταράς: «Στην Ελλάδα η κοινωνική και η αισθητική ανατροπή ξεκίνησαν παρέα, χέρι-χέρι, μέσα από το τραγούδι, με ιστορική αφετηρία τη συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με το Γιάννη Ρίτσο στον «Επιτάφιο». Επρόκειτο για ελληνικής ταυτότητας ανατροπή, γιατί το ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ν' αλλάξει ο κόσμος, αλλά κατ' αρχάς η Ελλάδα. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, λοιπόν, με τη σπουδαία ποίηση και τη μουσική του, αλλά βασισμένος σε λατρεμένους λαϊκούς ρυθμούς και με τη μοναδική φωνή του Μπιθικώτση έκανε την πρώτη κίνηση και η απήχησή του ήταν καταλυτική παντού»

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ  

-Ι-

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,

πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

 

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω

και δεν σαλεύεις , δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

 

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου.

 

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα

και δεν μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

 

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη

πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

 

Στη στράτα εδώ καταμεσής τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω

και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

 

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει

κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

 

Δε μου μιλάς κι η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω

και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

 

-ΙΙ-

Κορώνα, αντιστύλι μου, χαρά των γερατιώ μου,

ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

 

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη

χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;

 

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,

με τα χεράκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

 

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,

όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλα ήτανε για μένα.

 

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμα αχνογελούσα,

τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

 

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,

που απόμεινα ξερό δενδρί σε χιονισμένο κάμπο;

 

Γιε μου, αν δεν σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,

πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκιά μου συντροφιά μου.

 

Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω

κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

 

-ΙΙΙ-

Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα

τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

 

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,

-καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

 

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη

πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

 

Χείλι μου μοσχομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν

λιθάρια και ξερόδενδρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

 

Στήθια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας

που πάνωθέ τους κόπαζε κι η πίκρα μου κι ο αγώνας,

 

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια

που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,

 

Κι εγώ, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,

σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

 

Μυριόριζο, μυριόφυλλο κι ευωδιαστό μου δάσο,

πώς να πιστέχω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;

 

V-

Γιε μου, ποια Μοίρα, στο ’γραφε και ποια μου το ’χε γράψει

τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στα στήθια μου ν’ ανάψει;

 

Πουρνό-πουρνό μου ξύπνησες, μου πλύθηκες, μου ελούσθης

πριχού σημάνει την αυγή μακριά ο καμπανοκρούστης.

 

Κοίταες μην έφεξε συχνά-πυκνά απ’ το παραθύρι

και βιάζοσουν σα να ’τανε να πας σε πανηγύρι.

 

Είχες τα μάτια σκοτεινά, σφιγμένο το σαγόνι

κι ήσουν στην τόλμη σου γλυκός, ταύρος μαζί κι αηδόνι.

 

Κι εγώ η φτωχιά κι η ανέμελη και γω η τρελή κι η σκύλα,

σου ’ψηνα το φασκόμηλο κι αχνή η ματιά μου εφίλα

 

Μια-μια τις χάρες σου, καλέ, και το λαμπρό σου θώρι

κι αγάλλομουν και γέλαγα σαν τρυφερούλα κόρη.

 

Κι ουδέ κακόβαλα στιγμή κι ουδ’ έτρεξα ξοπίσω

τα στήθια μου να βάλω μπρος τα βόλια να κρατήσω.

 

Κι έφτασ’ αργά κι, ω, που ποτές μην έφτανε τέτοια ώρα

κι, ω, κάλλιο να γκρεμίζονταν στο καύκαλό μου η χώρα.

 

-V-

Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε· ψηλώνει ο ήλιος· έλα,

και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα

 

Η μπλε σου η μπλούζα της δουλειάς στην πόρτα κρεμασμένη

θα καρτεράει τη σάρκα σου τη μαρμαρογλυμμένη.

 

Θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα,

θα καρτεράει τα χνώτα σου τ’ ασβεστωμένο δώμα.

 

Θα καρτεράει κι η γάτα μας στα πόδια σου να παίζει

κι ο ήλιος αργός θα καρτερά στα μάτια σου να φέξει.

 

Θα καρτεράει κι η ρούγα μας τ’ αδρό περπάτημά σου

κι οι γρίλιες οι μισάνοιχτες τ’ αηδονολάλημά σου.

 

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν

και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν.

 

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,

παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

 

Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι

να ’ρθει ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.

 

-VΙΙ-

Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός κι είχες τις χάρες όλες,

όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες.

 

Το πόδι ελαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι,

πάταγε το κατώφλι μας κι έλαμπε σαν χρυσάφι.

 

Πώς θα γυρίσω μοναχή στο ερμαδιακό καλύβι;

Έπεσε η νύχτα στην αυγή και το στρατί μουκρύβει.

 

Ωχ, δεν ακούστηκε ποτές και δεν μπορεί να γίνει

να καίγουνται τα χείλια μου και να ’μαι μπρος στην κρήνη,

 

Να ’μια κοντά σου, αγόρι μου, και να σε κράζω, ωϊμένα,

και συ μήτε να νοιάζεσαι για τη φτωχούλα εμένα.

 

Κανείς μη ’γγίξει απάνω του, παιδί μου είναι δικό μου.

Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου.

 

Ποιος μου το πήρε; Ποιος μπορεί να μου το πάρει εμένα;

Άσπρισαν τα χειλάκια του, τα μάτια του κλεισμένα.

 

Δόστε μου, αϊτοί, νύχια, φτερά για ναν τους κυνηγήσω

και την καρδιά τους, μύγδαλο ναν τήνε ρουκανίσω.

 

-VΙΙΙ-

Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; πού πήγε; πού μ’ αφήσει;

Χωρίς πουλάκι το κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.

 

Δεν έμενες, καρδούλα μου, στ’ άσπρο, μικρούλι σπίτι,

να σ’ έχω σαν αφέντη μου, να σ’ έχω σα σπουργίτι,

 

Να ταϊζω σε στη φούχτα μου σπυρί-σπυρί τη ζωή μου

και μες τον ίσκιο σου να ζω, καμαρωτό δεντρί μου.

 

Καμιάς κοπέλας θησαυρό δε στάθηκες να πάρεις·

έφευγες πάντα εμπρός λαμπρός και πάντα καβαλάρης.

 

Κι ήταν χαρά σου να σκορπάς και δόξα να σου παίρνουν,

ν’ ανασηκώνεις απ’ της γης τα όσα βογγούν και γέρνουν.

 

Κι όλα τα πλούτια σου, γλυκέ, στον κόσμο εχάριζές τα

κι όλα τα χάρισες κι εμέ μ’ αφήκες δίχως ζέστα.

 

Γιε μου, δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω,

για πρέπει όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω.

 

Πότε τις χάρες σου, μια-μια, τις παίζω κομπολόι,

πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τις δένω μοιρολόι

 

-XV-

Στο παραθύρι στέκοσουν κι οι δυνατές σου πλάτες

φράζαν ακέρια την μπασιά, τη θάλασσα, τις τράτες

 

Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι

κι εκεί στο στ’ αυτί σου σπίθιζε η γαζία του αποσπερίτη.

 

Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου του κόσμου

κι έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν, φως μου.

 

Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν’ ανάβει,

σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι.

 

Και μες στο χλιο και γαλανό το απόβραδο – έγια - λέσα-

και αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα.

 

Και το καράβι κι έσπασε το τιμόνι

και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη

 

Κι ακόμα μήτε να πνιγώ, μήτε ν’ ανέβω πάνω

κάνω από κάπου να πιαστώ και φύκι μόνο πιάνω.

 

Το φύκι σπάει κι ο ωκεανός με σέρνει στα νερά του

κι ουδέ γνωρίζω τώρα ποιο το πάνω και ποιο το κάτου.

 

-XVII-

Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση

κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.

 

Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει

κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.

 

Και δες, μ’ ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω,

μα, γιόκα μου, απ’ το πλάγι σου δε δύνουμαi να φύγω.

 

Όμοια ως εσένα μου μιλάν και με παρηγοράνε

και την τραγιάσκα σου έχουνε, τα ρούχα σου φοράνε.

 

Την άχνα απ’ την ανάσα σου νιώθω το μάγουλό μου,

αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως, στο βάθος πλέει του δρόμου.

 

Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη,

αχ, κι η λαλιά σου, γιόκα μου, στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

 

Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα

φως ιλαρό, λεβέντη μου, μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

 

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,

κι εγώ τραβάω στ’ αδέλφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

 

-XX-

Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

 

Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι-

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν εσένα ωραίοι.

 

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο-

το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

 

Κι εγώ η φτωχή κι εγώ η λιγνή, μεγάλη σ’ όλους,

με τα μεγάλα νύχια μου κόβω τη γη σε σβώλους

 

Και τους πετάω κατάμουτρα στους λύκους και στ’ αγρίμια

που μου ’καναν της όψης σου το κρούσταλλο συντρίμμια.

 

Κι ακολουθάς και συ νεκρός, κι ο κόμπος του λυγμού μας

δένεται κόμπος του σκοινιού για το λαιμό του οχτρού μας.

 

Κι ως το ’θελες (ως το ’λεγες τα βράδια με το λύχνο)

ασκώνω το σκεβρό κορμί και τη γροθιά μου δείχνω.

 

Κι αντίς τ’ άφταιγα στήθια μου να γδέρνω, δες, βαδίζω

και πίσω από τα δάκρυα μου τον ήλιο αντικρίζω.

 

Γιε μου, στ’ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου, εσύ, παιδί μου

 

Αν κάποιος θα ’θελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ακέραια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σαν χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία… Κι ακόμα, πιο βαθιά, στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωσε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Κι αυτό το «υπαινικτικά» λέει περισσότερα για τη βία του καθεστώτος, τις νοοτροπίες και τη συμβατική ηθική, τους ιδεολογικούς πειθαναγκασμούς. Με προσωπεία και δάνειες φωνές αρθρώνει την αλήθεια του. Οι αμφισημίες, οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες μαρτυρούν τη σκληρή πάλη του στοχαστή που δέχεται τα δυσοίωνα μηνύματα των καιρών, ενώ έχει συνδέσει το πεπρωμένο του με το υψηλότερο όραμα της ανθρωπότητας

Παρασκευή, 13 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ